Αλλ’ ουχί του ζην μόνον ένεκεν, αλλά μάλλον ένεκεν του ευδαιμόνως ζην συνέστη η πόλις· (διότι άλλως θα υφίστατο και δούλων και των άλλων ζώων πόλις, νυν δε δεν υφίσταται λόγω του ότι δεν μετέχουν της ευδαιμονίας μηδέ του ζην κατά βούλησιν). Αλλά μήτε ένεκεν συμμαχίας όπως μη ζημιούνται υπό τρίτου τινος μήτε διά τας συναλλαγάς και διά την αμοιβαίαν εκμετάλλευσιν των υπηρεσιών· διότι εάν είχεν ούτω, οι Τυρρηνοί και οι Καρχηδόνιοι και πάντες όσοι συνδέονται διά των μεταξύ των συμβάσεων, θα ήσαν ως μιας πόλεως πολίται· παρ’ αυτοίς δε υπάρχουν, ως γνωστόν, συνθήκαι περί των εισακτέων προϊόντων και συμβάσεις περί το μη αδικείν ετέρους κατά τας συναλλαγάς και συνθήκαι περί συμμαχίας. Αλλ’ ούτε κοιναί δημόσιαι αρχαί υπάρχουν επί πάντων τούτων κατεστημέναι, αλλ’ έτεραι παρ’ εκατέροις, ούτε οι της μιας πόλεως πολίται φροντίζουν περί του οποίοι πρέπει να είναι οι της άλλης, ούτε πώς ουδείς εκ των υπαγομένων εις τας συνθήκας πολιτών γίνη άδικος, μηδέ αποκτήση καμμίαν κακοήθειαν αλλά μόνον όπως μη αδικήσουν κατά τι αλλήλους. Περί της πολιτικής όμως αρετής και κακίας φροντίζουν και ερευνούν όσοι ενδιαφέρονται διά την ε υ ν ο μ ί α ν. Είναι μάλιστα κατ’ εξοχήν φανερόν ότι η αληθώς ονομαζομένη, και ουχί κατά φαινόμενον, πόλις, οφείλει να επιμελήται της αρετής· διότι η κοινωνία είναι συμμαχία τις μεταξύ των συμπολιτών διαφέρουν δε ούτοι μόνον κατά τον τόπον από τους λοιπούς μακράν κατοικούντας αλλήλων συμμάχους. Και ο νόμος συνθήκη τις είναι, και καθώς είπεν ο σοφιστής Λυκόφρων, είναι εγγυητής των δικαιωμάτων των πολιτών, δεν έχει όμως την δύναμιν να καθιστά αγαθούς και δικαίους τους πολίτας. (Αριστοτέλους Πολιτικά, 1280a 30-1280b 12 νεοελληνική μετάφραση Π. Λεκατσά)