2-7-2015
No one knows better than the king
John Zorn, The Ballad of Hank McCain
Πέρα και μακριά από την δραματοποίηση των γεγονότων, στην οποία αρέσκεται μεγάλη μερίδα των συμπολιτών μας, τυχαίνει οι μέρες αυτές να είναι τουλάχιστον παράξενες και επικίνδυνες για τη χώρα που ζούμε. Καθώς εκκρεμεί η διαδικασία διαπραγμάτευσης μεταξύ της χώρας και των διεθνών πιστωτών της, σχετικά με την παράταση και τροποποίηση των όρων δανεισμού, άλλως την καταγγελία των σχετικών πιστωτικών συμβάσεων, η κυβέρνηση προκήρυξε τη διενέργεια δημοψηφίσματος επί της πρότασης των διεθνών δανειστών για την παράταση του πλαισίου δανεισμού. Χωρίς καμία πρόθεση καταλογισμού ευθυνών, είναι άξιο έρευνας και ατομικής διερώτησης για τον καθένα μας, πως αυτός ο μοναδικός θεσμός άμεσης δημοκρατίας στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο βαθύτατου κοινωνικού διχασμού.
Σε κάθε περίπτωση, πέρα από τα πολιτικά διακυβεύματα του όποιου ζητήματος τίθεται προς υπερψήφιση ή καταψήφιση με το κάθε δημοψήφισμα και φυσικά ανεξάρτητα από την ατομική τοποθέτηση του καθενός μας σε σχέση με την ουσία του δημοψηφίσματος, είναι χρήσιμη για όλους η κατάδειξη κάποιων παραπλεύρων εκφάνσεών του, όπως περιγράφονται παρακάτω.
Ως μόνο επιτρεπτό δημοψήφισμα, μέχρι την έκδοση του νόμου 4023/2011, σύμφωνα με το Σύνταγμα της Ελλάδος, όπως έχει ερμηνευθεί η σχετική διάταξη του άρθρου 44 § 2 από τη νομική θεωρία, νοείτο μόνο το αποφασιστικό δημοψήφισμα (Κ. Μαυριά, Συνταγματικό Δίκαιο, εκδ- Σάκκουλα Αθήνα, 2004, σελ. 391 επ.), δηλαδή όταν η δήλωση της βούλησης του εκλογικού σώματος που διατυπώνεται στην πρόταση που συγκέντρωσε την πλειοψηφία είναι κύριο στοιχείο για την αναγωγή της πρότασης σε κανόνα δικαίου (Σπηλιωτόπουλος Επαμεινώνδας, Η νομική φύση του δημοψηφίσματος του άρθρου 44 § 2 του Συντάγματος, Σύμμεικτα Φ-Ι Βεγλερή, εκδ- Σάκκουλα Αθήνα, 1988, σελ. 321.)
Ο εκτελεστικός νόμος που ακολούθησε την συνταγματική διάταξη, (ν. 4023/2011), προέβλεψε στη διάταξη του άρθρου 16 § 3 ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για κρίσιμο εθνικό θέμα είναι δεσμευτικό, όταν στην ψηφοφορία λάβει μέρος τουλάχιστον το σαράντα τοις εκατό (40%) των εγγεγραμμένων.
Με άλλα λόγια, αν πληρούται η παραπάνω προϋπόθεση (ψηφοφορία 40%), το Σύνταγμά μας δεν επιτρέπει να λογισθεί ως συμβουλευτικό ένα δημοψήφισμα, το οποίο διεξάγεται όταν η απόφαση του λαού, η οποία διατυπώνεται στην πρόταση που εγκρίθηκε, αποτελεί την απλή γνώμη του λαού προς τα αρμόδια όργανα του κράτους (Σπηλιωτόπουλος Επαμεινώνδας, ο.π.)
Αυτό έχει ως συνέπεια στο παρόν δημοψήφισμα ότι η κυβέρνηση οφείλει όχι απλά σεβαστεί, όπως διατρανώνεται, με δημοσιογραφικό ύφος, από πολιτικούς παράγοντες, το αποτέλεσμα, αλλά να συμμορφωθεί με αυτό, εναρμονίζοντας απόλυτα τις σχετικές πολιτικές της αποφάσεις. Πράγμα που σημαίνει στην πράξη ότι το δημοψήφισμα δεν αποτελεί μέρος της διαπραγμάτευσης, (δήλωση Υπουργού Εξωτερικών Ν. Κοτζιά εδώ https://www.efsyn.gr/arthro/n-kotzias-kommati-tis-diapragmateysis-dimopsifisma και δήλωση αναπληρωτή Υπουργού Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων, Ευκλείδη Τσακαλώτου, εδώ http://www.naftemporiki.gr/finance/story/972654/eu-tsakalotos-to-dimopsifisma-den-einai-upokatastato-tis-diapragmateusis), αλλά με το δημοψήφισμα λύεται οριστικά και αμετάκλητα το όποιο ζήτημα. Η κυβέρνηση, στο πλαίσιο του μοναδικού θεσμού άμεσης δημοκρατίας, παρεκκλίνει των κανόνων του αντιπροσωπευτικού συστήματος και εκχωρεί κατ’ εξαίρεση στον κυρίαρχο λαό, μιαν αρμοδιότητα που ο ίδιος της χορήγησε, ώστε να του επαναποδίδει την εξουσία λήψης απόφασης επί ενός ζητήματος. Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση ζητά όχι απλά την έκφραση της γνώμης του εκλογικού σώματος επί ενός εκκρεμούντος ζητήματος, αλλά την επίλυση της εκκρεμότητας από αυτόν, με την έκφραση όχι της γνώμης του αλλά της απόφασής του. Άρα, η διαπραγμάτευση με τους δανειστές, με τους όρους που διεξάγεται μέχρι τη μέρα προκήρυξης του δημοψηφίσματος, τερματίζεται οριστικά με την ανάδειξη του όποιου αποτελέσματος του δημοψηφίσματος.
Από το χαρακτήρα αυτό του δημοψηφίσματος ως αποφασιστικού προκύπτει και το παρεπόμενο ζήτημα πολιτικής διαχείρισης, το οποίο αφορά τη μελλοντική πολιτική στάση της κυβέρνησης έναντι των δανειστών της. Ως αποφασιστικό ως προς τον χαρακτήρα του, το δημοψήφισμα εξειδικεύεται ως «αποφασιστικό επί της αρχής», υπό την έννοια ότι δεσμεύει «ως προς τις γενικές αρχές αντιμετώπισης του κρίσιμου εθνικού θέματος» και «περιορίζει το εύρος της διακριτικής ευχέρειας όλων των κρατικών οργάνων και οριοθετεί και κατευθύνει ολόκληρη τη δέσμη των συνταγματικά τυποποιημένων ενεργειών στις οποίες τα όργανα αυτά ενδέχεται ή επιβάλλεται να προβούν» (Ευαγ. Βενιζέλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Θες/νικη, Παρατηρητής, 1991, σελ. 269). Πράγμα που σημαίνει πρακτικά ότι ακόμα και αν η κυβέρνηση εξοπλιστεί με το αιτούμενο από την ίδια «όχι», δηλαδή την απόρριψη της πρότασης των διεθνών πιστωτών της χώρας, δεν δικαιούται να συμφωνήσει επί παραπλήσιας πρότασης, έστω και ευνοϊκότερης, αλλά συμμορφούμενη με το τυχόν αρνητικό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος οφείλει να αποστασιοποιηθεί πλήρως από το πνεύμα και τις αρχές που διείπαν την απορριφθείσα πρόταση, ακολουθώντας άλλες κατευθύνσεις. Η απορία, βέβαια, που αναφύεται εύλογα είναι πως με την αυστηρή και περιορισμένη νοηματικά διατύπωση με την οποία τέθηκε το ερώτημα του δημοψηφίσματος, δηλαδή με την επικέντρωσή του σε συγκεκριμένο κείμενο, καταλείπεται η δυνατότητα στον οποιονδήποτε και πολύ περισσότερο στην κυβέρνηση να συναγάγει, ποια είναι η πραγματική βούληση του εκλογικού σώματος, υπό ποιους όρους, δηλαδή, θα αποδεχόταν την πρόταση των πιστωτών ή ακόμα και εάν δεν προτίθεται να μην δεχθεί οποιαδήποτε πρότασή τους. Με άλλα λόγια, το συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι η θέση ενός αυστηρά εξειδικευμένου ερωτήματος εγκλωβίζει τον ερωτώντα μελλοντικά σε ένα ανελαστικό πλαίσιο πολιτικών επιλογών, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος.
Η σημαντικότερη, όμως, πτυχή της εν λόγω διαδικασίας αφορά στις συνθήκες ελευθερίας του ερωτώμενου εκλογικού σώματος να εκφράσει την κυρίαρχη βούλησή του, μέσα από τη διαδικασία του δημοψηφίσματος. Κατά τη νομική θεωρία, ένα δημοψήφισμα χαρακτηρίζεται ως γνήσιο «όταν ο σκοπός που επιδιώκει το όργανο που έχει κατά το Σύνταγμα αρμοδιότητα να το προκηρύξει, είναι η λήψη μιας απόφασης από το ίδιο το εκλογικό σώμα, με την επιλογή μεταξύ δύο συγκεκριμένων λύσεων κατά τρόπο ελεύθερο και που εξασφαλίζει τα συνταγματικά δικαιώματα χωρίς εξαναγκασμό οποιουδήποτε είδους» (Επ. Σπηλιωτόπουλος ο.π. Σελ. 320) Το γνήσιο, δε, αυτό δημοψήφισμα αντιδιαστέλλεται από το “προσωπικό”, το οποίο χαρακτηρίζεται από τη διεξαγωγή του υπό συνθήκες διαφόρων μορφών νομικού, πραγματικού ή ψυχολογικού εξαναγκασμού» (Επ. Σπηλιωτόπουλος ο.π. Σελ. 320)
Το ουσιαστικό, δηλαδή, ζήτημα είναι το εκλογικό σώμα να αφεθεί πραγματικά ελεύθερο να κρίνει τις περιστάσεις και να λάβει την απόφασή του επί του όποιου κρίσιμου ερωτήματος. Η διάταξη του άρθρου 5 του ν. 4023/2011 ορίζει ότι “Στο δημόσιο διάλογο, επί του ερωτήματος ή των ερωτημάτων που τίθενται στην ψηφοφορία, και, εν γένει, στη διενέργεια του δημοψηφίσματος συμμετέχουν πολιτικά κόμματα, ανεξαρτήτως της εκπροσώπησης τους στη Βουλή ή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ενώσεις προσώπων, επιστημονικές, επαγγελματικές ή συνδικαλιστικές οργανώσεις και κάθε άλλη οργάνωση της κοινωνίας των πολιτών”.
Βάσει των παραπάνω, λοιπόν, αναρωτιέται κανείς πόσο ανεξάρτητος, απερίσπαστος και ανεπηρέαστος μπορεί να μείνει ο κυρίαρχος λαός ως προς τη διαμόρφωση της βούλησής του, αν στη διαδικασία του δημόσιου διαλόγου συμμετέχει ενεργά, δηλαδή λαμβάνει σαφή θέση, το κόμμα της πλειοψηφίας, το οποίο εκφραζόμενο από τον εκάστοτε Πρωθυπουργό εκφράζει την κυβερνητική παράταξη. Επεκτείνοντας, δηλαδή, τον προβληματισμό μας, αναρωτιέται κανείς πως το ίδιο κυβερνών πολιτικό κόμμα, το οποίο ταυτίζεται -ως προς τα μέλη του φυσικά πρόσωπα και ως προς την πολιτική ιδεολογία- με την κυβέρνηση και τον Πρωθυπουργό, αφενός αποποιείται της αρμοδιότητάς του να λάβει απόφαση επί ενός κρίσιμου εθνικού ζητήματος και επαναμεταβιβάζει την εξουσία αυτή στο λαό, από την άλλη, όμως, υποχρεούται να συμμετάσχει στο δημόσιο διάλογο επί του ζητήματος του δημοψηφίσματος, παρακινώντας το λαό να λάβει την απόφαση την οποία το ίδιο αρνείται να λάβει;
Δεδομένης της εμπιστοσύνης που έχει επιδείξει ο λαός στην κυβερνώσα κομματική παράταξη, ώστε να την έχει καταστήσει, στο πλαίσιο των βουλευτικών εκλογών, κυβερνητική πλειοψηφία και της συνεπαγόμενης πολιτικής επιρροής της επ΄ αυτού, είναι πρόδηλό ότι ο επηρεασμός του εκλογικού σώματος, κατά το δημόσιο διάλογο περί το δημοψήφισμα, είναι ετεροβαρής και μεροληπτικός.
Οπότε και σύροντας τον παραπάνω συλλογισμό στις απώτατες συνέπειές του, αναρωτιέται κανείς για την αναγκαιότητα και σκοπιμότητα αναζήτησης της λαϊκής βούλησης, μέσω του δημοψηφίσματος, καθόσον αυτό είναι αφενός προαιρετικό, σύμφωνα με την ελληνική συνταγματική τάξη, αφετέρου κινείται με πρωτοβουλία της κυβέρνησης;
Πολύ δε περισσότερο όταν ακόμα και όταν μια κυβέρνηση λάβει μιαν απόφαση αντίθετη με τις προεκλογικές ή ακόμα και τις προγραμματικές της δηλώσεις, δεν υφίσταται νομικές κυρώσεις. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τη συνταγματική πρόβλεψη οι βουλευτές συνδέονται με σχέση ελεύθερης και όχι επιτακτικής – ανακλητής εντολής (άρα δεν ανακαλούνται) με το εκλογικό σώμα, (άρθρο 60 § 1), και αυτή τους η σχέση δεν είναι ασυμβίβαστη με την οργάνωσή τους σε κόμματα, τα οποία άλλωστε αναγορεύονται από το ίδιο Σύνταγμα σε πολιτικό θεσμό, καθοριστικό οργανικό παράγοντα της λειτουργίας του πολιτεύματος, (άρθρο 29) (αποφάσεις Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου 34/1985 και 4/2008). Λαμβανομένου υπόψιν, λοιπόν, του ότι δεν υφίσταται η δυνατότητα άμεσου ελέγχου της κυβέρνησης από τους πολίτες σχετικά με την υλοποίηση των προεκλογικών της «δεσμεύσεων», ως μόνη κύρωση αναφύεται μια γενική πολιτική ευθύνη, συνδεόμενη με την περιοδικότητα των εκλογών. (Θ. Αντωνίου, Στοιχεία άμεσης δημοκρατίας στο αναθεωρημένο Σύνταγμα του 1975. Από την αντιπροσώπευση στην ταυτότητα, 1988, σ. 15)
Με βάση όλα τα παραπάνω, συμπυκνώνουμε τον προβληματισμό μας ως εξής:
γιατί η όποια κυβέρνηση να εκχωρεί, εκούσια και οικειοθελώς, μέρος της εξουσίας της στο εκλογικό σώμα και να επιζητά τη λήψη απόφασης από εκείνον, ενώ παράλληλα να τον επηρεάζει, κατευθύνοντάς το στη λήψη της απόφασης που του υποδεικνύει;;;
Ο πρωτοποριακός rock μουσικός, John Zorn, μας διδάσκει στο τραγούδι του «The Ballad of Hank McCain»
No one knows better than the king
What a desperate man may do
When it gets too hard to bear
Κανείς δεν γνωρίζει καλύτερα από τον βασιλιά
Τι μπορεί να κάνει ένας απελπισμένος άνθρωπος
Όταν τα πράγματα γίνονται πολύ σκληρά για να
αντέξει
No one knew better than the king
Just how angry you can be
When they cage you in with laws
Κανείς δεν ήξερε καλύτερα από τον βασιλιά
Ακριβώς πόσο μπορεί να αγανακτήσετε
Όταν σας κλείνουν σε κλουβί με τους νόμους
No one knew better than the king
That they’d get him all the same
And they made him pay the price
Κανείς δεν ήξερε καλύτερα από τον βασιλιά
Ότι θα του φέρονταν όλοι το ίδιο
Και θα τον έκαναν να πληρώσει το τίμημα
Επαναλαμβάνουμε ότι οι διαπιστώσεις αυτές εξάγονται ανεξάρτητα από την προσωπική τοποθέτησή μας επί της ουσίας του δημοψηφίσματος:
Η μόνη απάντηση στην οποία μπορούμε να καταλήξουμε επί του παραπάνω ερωτήματος έχει δύο σκέλη και άπτεται της προεκτίμησης της έκβασης του δημοψηφίσματος. Ανάλογη με το τι πιθανολογεί η κυβέρνηση ότι θα εξαχθεί από την κάλπη είναι και η πρόθεσή της :
- είτε διότι η κυβέρνηση θέλει να επικυρώσει το εκλογικό σώμα την απόφαση που έχει ήδη λάβει και δεν έχει κοινολογήσει
- είτε διότι η κυβέρνηση θέλει να απεμπολήσει την ευθύνη για μια απόφαση που πρέπει αναπόδραστα να λάβει
Καλή ψήφο σε όλους μας. –