25-1-2016
Είναι γνωστός σε όλους μας ο ομώνυμος μύθος του Αισώπου, με πρωταγωνιστές τον φιλόπονο και προνοητικό τζίτζικα και τον σπάταλο και άσωτο μέρμηγκα. Αναφέρομαι σε έναν από τους πολλούς διαδεδομένους λαϊκούς μύθους της αρχαιότητας, των οποίων το νόημα “είναι η κοινωνική κριτική, που με διάφανη συγκάλυψη στο όνομα των αδυνάτων και στο όνομα του Δικαίου, στρέφεται αρκετά φανερά εναντίον της αυθαιρεσίας των ισχυρών” (Albin Lesky, Ιστορία αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, εκδ. Κυριακίδη, 1998, σελ. 236)
Πρόκειται για την υπεράσπιση ακριβώς εκείνων των αρχών (του Δικαίου και του αγώνα κατά της αυθαιρεσίας), τα οποία, λαμβάνοντας υπόψιν του ο έλληνας νομοθέτης, παραγνώρισε παντελώς στις παρακάτω περιπτώσεις, αδιαφορώντας για την τήρησή τους διαχρονικά….
Αναφέρομαι στους κατά περιόδους θεσπισθέντες νόμους, με τους οποίους παρείχετο είτε φορολογική ασυλία σε εισαγόμενα κεφάλαια εξωτερικού, είτε έκπτωση επί φορολογικών οφειλών εκπρόθεσμων οφειλετών του Δημοσίου. Ενδεικτικά, αναφέρομαι στις εξής νομοθετικές περιπτώσεις:
με τη διάταξη του αρ. 38 του ν. 3259/2004, παρασχέθηκε η δυνατότητα επαναπατρισμού κεφαλαίων φορολογικά υπόχρεων στην Ελλάδα φυσικών ή νομικών προσώπων, από τραπεζικούς καταθετικούς ή επενδυτικούς λογαριασμούς στην αλλοδαπή σε ελληνικούς, μέσα σε χρονικό διάστημα 6 μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου, δηλαδή μέχρι τις 4 Φεβρουαρίου 2005. Ως μοναδική υποχρέωση της μεταφοράς αυτής, προβλέπεται η καταβολή φόρου με συντελεστή 3% επί της αξίας των χρηματικών ποσών. Κατά ρητή, δε, μνεία του νόμου, με την εκπλήρωση της παραπάνω προϋπόθεσης εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του μεταφέροντος προσώπου, ώστε, όπως σαφώς διευκρινίστηκε από το αρμόδιο Υπουργείο Οικονομικών, (ΠΟΛ 1124/2004) να μην “εξετάζεται ούτε ο τρόπος ούτε ο τόπος απόκτησης των κεφαλαίων αυτών”.
Η ευνοϊκότητα της προκείμενης διάταξης είναι πρόδηλη, αλλά ίσως και προκλητική.
Έσοδα από παράνομη δραστηριότητα, τα οποία φυγαδεύτηκαν σε αλλοδαπά τραπεζικά συστήματα, φιλόξενα “μαύρου χρήματος”, ελάμβαναν επίσημη πρόσκληση από το ελληνικό κράτος να επανέλθουν στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, με ελάχιστο φόρο, μόλις 3%. Τι κι αν απαγορεύεται η δραστηριότητα από την οποία προήλθαν ;; (π.χ. λαθρεμπόριο). Τι κι αν οι νόμιμες εμπορικές δραστηριότητες μιας ανώνυμης εταιρείας ή ΕΠΕ φορολογήθηκαν, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα με 35%;; Η Ελληνική Δημοκρατία προσέφερε φορολογική και ποινική αμνηστία στο παράνομο και μη φορολογηθέν χρήμα, με τέτοιο τρόπο, ώστε αυτό να μην χρειάζεται πλέον … ξέπλυμα, αφού την πράξη “νομιμοποίησης των εσόδων από παράνομη δραστηριότητα” την προσέφερε η ίδια η ελληνική πολιτεία.
Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστική η διατύπωση της παραγράφου 5 του ίδιου άρθρου, σύμφωνα με την οποία “Η καταβολή του φόρου νομιμοποιεί φορολογικά τη χρήση των κεφαλαίων αυτών στην Ελλάδα και απαλλάσσει τον υπόχρεο από γεγενημένες φορολογικές υποχρεώσεις, καθώς και από τυχόν φορολογικά αδικήματα που προέβλεπε ή προβλέπει η κείμενη νομοθεσία, αναφορικά με τα κεφάλαια αυτά και μόνο.”
Άρα, όχι μόνο ο νόμος παρέσχε φορολογική ασυλία και αμνηστία στο μαύρο χρήμα, αλλά το αναγνώρισε κιόλας ως εν δυνάμει επενδυτικό κεφάλαιο, καθόσον νομιμοποιήθηκε ο κάτοχός του να το χρησιμοποιεί ελεύθερα εντός χώρας.
Στο ίδιο μήκος κύματος ξανακινήθηκε η ελληνική πολιτεία με τη διάταξη του αρ. 18 του ν. 3842/2010, με την οποία διευρύνθηκαν τα προσκαλούμενα κεφάλαια, περιλαμβάνοντας σε αυτά και ακόμα πιο “μαύρα” χρήματα, δηλαδή τα κατατεθειμένα σε λογαριασμούς ασφαλιστικών εταιρειών, μέσω ασφαλιστηρίων συμβολαίων (μιας και η προκλητική παρανομία τους ήταν τέτοια, ώστε να μην μπορούν να γίνουν δεκτά σε αλλοδαπά τραπεζικά συστήματα). Με τον ίδιο νόμο επιβλήθηκε αυξημένος φόρος 8%, ο οποίος, όμως, προβλέφθηκε ως… προσωρινός ή υπό αίρεση, καθότι, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου, αν ο κάτοχος των κεφαλαίων τα επένδυε σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου ή σε αμοιβαία κεφάλαια, ή σε κάθε είδους επένδυση, εδικαιούτο επιστροφής του 50% του φόρου…
Με βάση, λοιπόν, τις ανωτέρω ρυθμίσεις ο έλληνας νομοθέτης επιτέλεσε τα ανδραγαθήματα του να α) επιτρέψει σε κάθε λογής κατσαπλιάδες (κατσαπλιάς= κλέφτης, πλιατσικολόγος) να επιτελέσουν χωρίς καμία κύρωση παράνομες συναλλαγές, β) τους φορολογήσει ευνοϊκότερα από τους υπόλοιπους σύννομους φορολογούμενους και γ), διαχειριζόμενος την εξουσία του συμβολικού κεφαλαίου, να τους απονείμει τίτλο τιμής – αναγνωρίζοντάς τους ως επενδυτές.
Την ώρα σύνταξης αυτού του άρθρου, τον Ιανουάριο του 2016, βρίσκεται υπό νομοτεχνική κατάρτιση ίδιου χαρακτήρα σύνταξη, κινούμενη στο ίδιο πνεύμα.
Η άλλη περίπτωση ίδιου πνεύματος νομοθετικής αντιμετώπισης αφορά στη θέσπιση έκπτωσης επί φορολογικών οφειλών. Με τις διατάξεις των άρθρων 23- 27 του 3697/2008, θεσπίστηκε η δυνατότητα ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο, βεβαιωμένων στις εφορίες και τα τελωνεία, καθώς και οφειλών υπέρ τρίτων που εισπράττονται μέσω των Δ.Ο.Υ.. Συγκεκριμένα, ανεξαρτήτως ειδικότερων κριτηρίων έλλειψης φοροδοτικής ικανότητας (βλ. αρ. 82 Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων), προβλέφθηκε η τμηματική, μέχρι 24 δόσεις, εξόφληση των χρεών, με παγίωση των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής και περαιτέρω απαλλαγή από τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, πρόσθετους φόρους και φορολογικά πρόστιμα, που αφορούν στην κύρια οφειλή, από 60% μέχρι 100%. ΄Ιδια ρύθμιση με διαφοροποιήσεις ως προς τα ποσά των οφειλών θεσμοθετήθηκε με τη διάταξη του αρ. 3 § 8 του ν. 4038/2012. Ακολούθησε η διάταξη του αρ. 54 του Ν. 4305/2014, δυνάμει της οποίας προβλέφθηκε η περίφημη ρύθμιση της τμηματικής εξόφλησης οφειλών προς Δημόσιο και ασφαλιστικούς φορείς σε 100 δόσεις. Αυτή τροποποιήθηκε, δυνάμει του αρ. 34 του ν. 4320/2015 και τέλος ξανατροποποιήθηκε με τη διάταξη της παραγράφου Δ του δεύτερου άρθρου του μέρους Β του ν. 4336/2015. Τι κι αν ο εκάστοτε συνεπής φορολογούμενος με πόνο και στερήσεις επετύγχανε να εξοφλεί εμπρόθεσμα τις φορολογικές του υποχρεώσεις ή χρεωνόταν με τόκο υπερημερίας 0,73% για κάθε μήνα καθυστέρησης; Εξαιρουμένων των πραγματικά αδυνατούντων να εξοφλήσουν τα δημόσια χρέη του, ήταν και είναι πλέον βάσιμη η προσδοκία ενός νόμου “σκούπα” για κάθε δόλιο οφειλέτη του δημοσίου, παρά την επαρκή φοροδοτική του ικανότητα, με τον οποίο όχι απλά θα καταφέρει να ρυθμίσει τις οφειλές του σε βάθος χρόνου, αλλά και θα απαλλαγεί από τις σχετικές προσαυξήσεις και πρόστιμα. Είναι προφανές ότι και σε αυτή την περίπτωση παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της φορολογικής ισότητας, εδραζόμενη στη γενική αρχή της ισότητας, αλλά και στην χωρίς διάκριση υποχρέωση συμβολής στα δημόσια βάρη, κατ’ αρ. 4 § 5 του Συντάγματος.
Όμως, όλα αυτές οι ρυθμίσεις και οι τροποποιήσεις τους, ποια εικόνα μπορούν να προσδώσουν στο δίκαιο μπροστά στα μάτια του κάθε πολίτη;
Περιττεύει να αναφερθεί κανείς εκτενώς στη μεγάλη νομική φιλολογία, βάσει της οποίας ένας κανόνας δεν αρκεί να θεσπιστεί, μέσω μιας θεσμοθετημένης διαδικασίας, αλλά πρέπει να αναγνωριστεί ως τέτοιος, από τους κοινωνούς του δικαίου, για να αποκτήσει πραγματική ισχύ (βλ. H. Henkel, Einfuehrung in die Rechtsphilosophie, 1977, σελ. 500-501). Το δίκαιο χαρακτηρίζεται από έναν “λειτουργικό δυϊσμό” (Αρ. Μάνεσης, Κριτικές σκέψεις για την έννοια και τη σημασία του δικαίου- Αφιέρωμα στον Κων. Τσάτσο, 1980, σελ. 424), καθότι δεν επιβάλλει απλά πρότυπα συμπεριφοράς, αλλά και τα υποβάλλει στη συνείδηση των κοινωνών του δικαίου.
Είναι κοινό γνώρισμα ότι το δίκαιο δεν μπορεί να λειτουργήσει στην κοινωνική πραγματικότητα, μόνο υπό την απειλή της θεσμοποιημένης βίας, της οποίας το μονοπώλιο είναι κρατικό. Η τήρηση και εφαρμογή του δικαίου προϋποθέτει και την πεποίθηση από τους κοινωνούς του ότι αυτό είναι σωστό ή έστω αναπόδραστο. Είναι αυτό που πολύ εύστοχα είχε τονίσει ο Πλάτων, γράφοντας “εξόν δύοιν χρήσθαι τας νομοθεσίας, πείθοι και βία” (Πλάτωνος Νόμοι, 722 b) ή ακόμα πιο γλαφυρά ο Οράτιος, αναρωτώμενος “Quid leges sine moribus vanae proficient” – (τι κενοί και άχρηστοι είναι οι νόμοι χωρίς ήθη) (Οράτιος, Ωδές, βιβλίο III, αρ. XXIV). Είναι άλλο η “ισχύς” και άλλο η “εφαρμογή” του νόμου. Και νόμος που δεν εφαρμόζεται στην πράξη, δεν είναι τίποτα από μια απλή συμβουλή, σύμφωνα με την αιχμηρή παρατήρηση του Abraham Lincoln “laws without enforcement are just good advice”, με την οποία απλά επαναλαμβάνεται το νόημα του λατινικού νομικού ρητού “sine poena nulla lex” (χωρίς ποινή δεν υπάρχει νόμος).
Το δίκαιο, στο πλαίσιο της ιδεολογικής λειτουργίας του, απαιτείται να χαρακτηρίζεται από επιβλητικότητα στη συνείδηση των κοινωνών του, όπως για παράδειγμα χαρακτηριστικά περιγράφει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος “”ως λέων, το ανδρείον σημαίνει. Και γαρ περί του δικαίου την αυτήν τίθησιν εικόνα. Δίκαιος γαρ, φησίν, ως λεών πέποιθεν. (P.G., J–P. Migne, τόμος LVI, σελ. 521). Η σύνδεση του “ανδρείου” με τον “δίκαιο”, στο λόγο του Ιωάννη, δεν είναι τυχαία. Η ρώμη και γενναιότητα προσιδιάζουν σε έναν άτρωτο, όπως το λιοντάρι, άρα ο συμβολισμός υποδηλώνει ότι προσδίδεται και στο άκαμπτο από μεταβολές, παρεμβάσεις και αδέκαστο νομικό σύστημα, δηλαδή το δίκαιο.
Ένα δίκαιο, όμως, που δεν εφαρμόζεται, αλλά ο ίδιος ο νομοθέτης υποδαυλίζει την τήρησή του, με διαρκείς τροποποιήσεις που στην πράξη ανατρέπουν και ακυρώνουν τις προηγούμενες ρυθμίσεις του, απεμπολεί τη θέση του, ως ισχυρού και επιβλητικού παράγοντα στη συνείδηση των κοινωνών του. Με άλλα λόγια, κλονίζεται το κύρος του νόμου, του οποίου τη διαφύλαξη οφείλει να υπηρετεί ένα κράτος δικαίου.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει επανειλημμένα υπογραμμίσει τη σημασία της προστασίας του κύρους του νόμου, με πολλαπλούς τρόπους. Για παράδειγμα έκρινε ότι η δυνατότητα εξαίρεσης από την κατεδάφιση αυθαίρετων κατασκευών συνιστά εξαιρετική και υπό όρους ρύθμιση, ώστε να μην αποδυναμώνεται ουσιωδώς η αποτελεσματικότητα των θεσπιζόμενων κανόνων (ΣτΕ Ολομ. 3921/2010, 3500/2009).
Στην με αρ. 3341/2013 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ, σχετικά με το ίδιο ζήτημα των αυθαιρέτων κατασκευών κρίθηκε ότι “θεμελιώδης επιδίωξη του Κράτους δικαίου είναι η πραγμάτωση του Δικαίου στην Πολιτεία, που πρωτίστως επιτυγχάνεται με τη διαφύλαξη του κύρους του νόμου”. Με την ίδια απόφαση, τονίστηκε από τη μειοψηφία το πλήγμα που καταφέρεται με την πρακτική διατήρησης – εκ των υστέρων νομιμοποίησης -των αυθαιρέτων στο κύρος της δικαστικής εξουσίας μιας και “η έκδοση ατελέσφορων δικαστικών αποφάσεων, που περιέχουν ορθές μεν, κατ’ αρχήν, κρίσεις αλλά είναι εξ ορισμού προορισμένες, όπως αποδεικνύει και η μέχρι τώρα πρακτική, να παραμείνουν ανεκτέλεστες, υποβαθμίζει το κύρος των δικαστηρίων που τις εκδίδουν”, ενώ τέμνοντας το ζήτημα επί της ουσίας του, εντοπίζει ότι η έκδοση ανεκτέλεστων δικαστικών αποφάσεων “κυρίως, αδυνατίζει στην αντίληψη των πολιτών την, αναγκαία εν τούτοις, αίσθηση δεσμευτικότητος των δικαστικών αποφάσεων, επί προφανεί βλάβη της λειτουργίας και των αναγκαίων ισορροπιών του δημοκρατικού πολιτεύματος.”
Η ίδια μειοψηφία, με ακρίβεια και συνοπτικά, κατέδειξε την αναγκαιότητα της ισότιμης και κοινής αντιμετώπισης όλων των ίδιων περιπτώσεων, καθόσον συνέδεσε τη λυσιτέλεια μιας νομοθετικής ρύθμισης με τη συμβολική της λειτουργία με την παραδοχή ότι “είναι ο μόνος τρόπος να καταστεί εφεξής σαφές σε όλους, Πολιτεία και πολίτες, ότι η κατάσταση αλλάζει άρδην και ότι, πλέον, και το είδος αυτό ευθείας και απροσχημάτιστης παραβιάσεως του νόμου θα έχει την αυτή αντιμετώπιση με τα λοιπά είδη παρανομιών.”
Εν κατακλείδι, διαφορετική μειοψηφία, στο πλαίσιο της ίδιας αποφάσεως συμπύκνωσε όλες τις παραπάνω παραδοχές, συμπεραίνοντας ότι η επίδικη εξαιρετική ρύθμιση “τακτοποίησης αυθαιρέτων κτισμάτων” αντιβαίνει “στη συνταγματική αρχή του Κράτους δικαίου, θεμελιώδης επιδίωξη της οποίας είναι η πραγμάτωση του Δικαίου στην Πολιτεία, που πρωτίστως επιτυγχάνεται με τη διαφύλαξη του κύρους του νόμου. Η επιδίωξη αυτή επιτελείται, μεταξύ άλλων, με τη θέσπιση πάγιων διατάξεων που ρυθμίζουν την ατομική και κοινωνική δραστηριότητα των πολιτών…” (ίδια διατύπωση γνώμης της μειοψηφίας και στην με αρ. 1858/2015 απόφαση ΣτΕ)
Ακριβώς αυτήν την αναγκαιότητα θέσπισης πάγιων διατάξεων είχε υποδείξει ο Αριστοτέλης δύο χιλιάδες χρόνια πριν, σημειώνοντας ότι “ὁ γὰρ νόμος ἰσχὺν οὐδεμίαν ἔχει πρὸς τὸ πείθεσθαι παρὰ τὸ ἔθος, τοῦτο δ’ οὐ γίνεται εἰ μὴ διὰ χρόνου πλῆθος, ὥστε τὸ ῥᾳδίως μεταβάλλειν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων νόμων εἰς ἑτέρους νόμους καινοὺς ἀσθενῆ ποιεῖν ἐστι τὴν τοῦ νόμου δύναμιν.” (διότι μοναδικός τρόπος για τη συμμόρφωση προς το νόμο είναι η συνήθεια, η οποία αποκτάται μετά πολλά χρόνια, ώστε αν αλλάζουμε εύκολα τους ισχύοντες νόμους με άλλους νεώτερους, εξασθενίζουμε τη δύναμη του νόμου) (Αριστοτέλους, Πολιτικά, 1269a, 20)
Βάσει των παραπάνω, η πιστή εφαρμογή του νόμου και προάσπιση των δημοσίων αγαθών δεν είναι απλά μια υποχρέωση του Κράτους, για λόγους συστηματικής συνέπειας έναντι του δικαίου, αλλά, όπως ορθά έχει αποφανθεί το Συμβούλιο της Επικρατείας, συνιστά “υποχρέωση του Κράτους να εγγυάται υπέρ των πολιτών των την πιστή εφαρμογή του νόμου και να προασπίζει τα δημόσια αγαθά” η οποία “απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου” (ΣτΕ.Ολ 3578/2010). Κι αυτή η υποχρέωση εκπληρώνεται “με την αποτελεσματική λειτουργία των κρατικών υπηρεσιών εφαρμογής και επιβολής του νόμου”. Έτσι διαφυλάσσεται το κύρος του νόμου και επιβεβαιώνεται η εμπιστοσύνη των πολιτών στην έννομη τάξη, που πρέπει να γίνεται από όλους σεβαστή”. (ΣτΕ.Ολ 3578/2010)
Όλες οι παραπάνω, αλλά και όλες οι σχετικές νομοθετικές παρεμβάσεις έχουν ως δικαιοπολιτικό λόγο την εξυπηρέτηση δημοσιονομικών σκοπών, μιας και το δημόσιο ταμείον είναι μονίμως μείον… Καλή και σωστή και η εξυπηρέτηση τέτοιων σκοπών, αλλά οι εκπτώσεις που συνεπάγονται αυτοί στα δικαιώματα και στο ίδιο το κράτος δικαίου είναι μεγάλες και μάλλον κάτω του κόστους…, ώστε το δίκαιο να εκπίπτει σε ένα διαρκή μηχανισμό εξυπηρέτησης της παρανομίας.
Ο αναφερόμενος μύθος του Αισώπου «Τέττιξ καὶ μύρμηκες», καταλήγει ως εξής:
Τέττιξ δὲ λιμώττων ᾔτει αὐτοὺς τροφήν. Το τζιτζίκι που πέθαινε από την πείνα,
Οἱ δὲ μύρμηκες εἶπον αὐτῷ· παρακάλεσε τα μυρμήγκια να του δώσουν τροφή.
Διὰ τί τὸ θέρος οὐ συνῆγες καὶ σὺ τροφήν; Εκείνα απάντησαν: γιατί δέν μάζευες το καλοκαίρι κι εσύ τροφή;
Ὁ δὲ εἶπεν· Οὐκ ἐσχόλαζον, ἀλλ’ᾖδον μουσικῶς. εκείνο είπε: δεν τεμπέλιαζα, αλλά τραγουδούσα
Οἱ δὲ γελάσαντες εἶπον· κι εκείνα, του είπαν γελώντας:
Ἀλλ᾿ εἰ θέρους ὥραις ηὔλεις, χειμῶνος ὀρχοῦ. αφού τότε τραγουδούσες, τώρα χόρευε!”.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι με τέτοιου είδους νομοθετικές αλλαγές, σίγουρα κάποιοι τραγουδούν και χορεύουν, εις βάρος άλλων και στην πλάτη ενός απαξιωμένου και διάτρητου δικαίου.