8-9-2014
“Παππού το πιεσόμετρο!”, “Κοίτα το ραμολί, μου θέλει και τιμόνι!”, “Βγήκε ο Χάρος για σεργιάνι!”
Ο προηγμένος νεοελληνικός μας πολιτισμός έχει επινοήσει πολλές παρόμοιες προσφωνήσεις της τρίτης ηλικίας, όταν αυτή επιλέγει να παραμένει ενεργή σε μία από τις πολλές εκφάνσεις της καθημερινής μας δραστηριότητας, όπως η οδήγηση. Από το παραπάνω σύντομο κορφολόγημα τρόπων …. υποδοχής ενός μέλους της τρίτης ηλικίας, από τις νεώτερες γεννιές, αντιλαμβανόμαστε και την ευρέως κατεστημένη κοινωνική αντίληψη για τη θέση της τρίτης ηλικίας στο σύγχρονο κοινωνικό σύνολο, δηλαδή, τη χρησιμότητά της, τις προσδοκίες και αξιώσεις της κοινωνίας από αυτήν, άρα και τις προοπτικές της μέσα σε αυτήν.
Δεν χρειάζεται να επαναλάβει κανείς τις τετριμμένες μεγαλοστομίες περί τρίτης ηλικίας, ως δείκτη του πολιτισμού μας, για να διερωτηθούμε για τη θέση που αποδίδουμε σε αυτήν μέσα στην κοινωνία. Αρκεί μια επισκόπηση του ίδιου του δικαίου για να καταστεί σαφές τι σημαίνει για μας ο ηλικιωμένος, άρα και ποια θέση του επιφυλάσσουμε στη ζωή μας.
Στην Ελλάδα, η ειδική αναγνώριση των ηλικιωμένων, ως ειδικής “ευπαθούς” κοινωνικής ομάδας επισημοποιήθηκε το 1979, με την δημιουργία του πρώτου Κέντρου Ανοιχτής Προστασίας Ηλικιωμένων, (Κ.Α.Π.Η.) από τη Διεύθυνση Προστασίας Ηλικιωμένων του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας και ομάδας εθελοντών στον Ν. Κόσμο Αττικής. Ουσιαστικά πρόκειτο για την πρώτη εξωιδρυματική αντιμετώπιση των ειδικών αναγκών των ηλικιωμένων, με την συνοντισμένη και διεπιστημονική λειτουργία ενός φορέα στελεχωμένου από γιατρό, φυσιοθεραπευτή, επισκέπτη υγείας ή νοσηλευτή, εργοθεραπευτή και Οικογενειακό Βοηθό. Σε συνέχεια ανάπτυξης και άλλων τέτοιων κέντρων πανελλαδικά, από το 1982 τα ΚΑΠΗ συστάθηκαν ως αυτοτελή Ν.Π.Δ.Δ. (Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου) της τοπικής αυτοδιοίκησης, με το θεσμό, στο απόγειο της ανάπτυξής του, να αριθμεί περί τα 260 κέντρα πανελλαδικά. Στην πράξη, οι υπηρεσίες που προσφέρονται στα ΚΑΠΗ περιλαμβάνουν κοινωνική εργασία, φροντίδα και οδηγίες για ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη, φυσικοθεραπεία, εργοθεραπεία, επιμόρφωση, επισκέψεις σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους, συμμετοχή σε θερινές κατασκηνώσεις, ψυχαγωγία, βοήθεια στο σπίτι για άτομα που έχουν ανάγκη εξυπηρέτησης και εντευκτήριο συντροφιάς.
Κατ’ ουσίαν, ο εν λόγω θεσμός αποτελεί μια προσπάθεια συμμόρφωσης, υλοποίησης και παρακολούθησης των διαπιστώσεων και διακηρύξεων αρχών, που λαμβάνονται ευρέως σε διεθνές επίπεδο και αφορούν τις στοχευμένες δράσεις προς τις ειδικές κοινωνικές ομάδες της τρίτης ηλικίας. Ως σημαντικότερη τέτοια απόπειρα, αξία να αναφερθεί είναι το “Διεθνές Σχέδιο Δράσης της Μαδρίτης για την Τρίτη Ηλικία”, που εκπονήθηκε το 2002, από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, και κωδικοποιεί τη διεθνή ατζέντα για τα ζητήματα της γήρανσης και το σχεδιασμό των σχετικών πολιτικών. http://undesadspd.org/Portals/0/ageing/documents/Fulltext-E.pdf
Στο ίδιο πλαίσιο, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, έχει εκπονήσει τον Παγκόσμιο Οδηγό Φιλικών προς τους Ηλικιωμένους Πόλεων, με τον οποίο προδιαγράφονται οι αρχές, βάσει των οποίων οι πόλεις θα γίνουν πιο φιλικές προς την τρίτη ηλικία. http://www.who.int/ageing/publications/Global_age_friendly_cities_Guide_English.pdf
Οι κοινοτικές πολιτικές κωδικοποιούνται στο κείμενο “Ενεργοί Ευρωπαίοι Πολίτες Μεγαλύτερης Ηλικίας: Ένας οδηγός για την Ευρωπαϊκή Ένωση” (Νοέμβριος 2013), όπου σε συνέχεια του ευρωπαϊκού έτους γήρανσης και αλληλεγγύης των γενεών (2012), περιγράφονται οι δράσεις και πολιτικές που στοχεύουν στην ενίσχυση της υποστήριξης και κοινωνικής ενσωμάτωσης της τρίτης ηλικίας, στο πλαίσιο της στρατηγικής “Ευρώπη 2020” (διαδέχθηκε τη στρατηγική της Συνθήκης της Λισσαβόνας (2000-2010)) http://www.age-platform.eu/images/25694_Guide_EU-institut_politiq_2014_EL_web.pdf
Ταυτόχρονα, πρέπει τουλάχιστον να επαινεθούν οι άξιες μίμησης πολιτικές αναπτυγμένων συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας, όπως αυτού της Αυστραλίας, οι οποίες συνδυάζουν και διαχειρίζονται τα ζητήματα αυτά στο πλαίσιο της ιδιαίτερης πολυπολιτισμικότητας και πολυεθνικότητας που χαρακτηρίζει την αυστραλιανή κοινωνία. (πρβλ. http://www.health.gov.au/internet/main/publishing.nsf/Content/B6100E703FBCD323CA257BF0001AFD68/$File/GRE_10239_CALD.pdf)
Προφανώς και οι αξιώσεις ιδιαίτερων και αυξημένων παροχών προς την τρίτη ηλικία συνιστούν ένδειξη υψηλού επιπέδου κράτους πρόνοιας, καθόσον αυτές περιλαμβάνονται στα κοινωνικά ατομικά δικαιώματα, δηλαδή, στην τελευταία – όψιμα αναπτυγμένη κατηγορία ατομικών δικαιωμάτων, πέρα από τα “αμυντικά” και τα “πολιτικά”. Ωστόσο, η διαρκής ενίσχυση της απαίτησης ιδιαίτερης – διακριτικής αντιμετώπισης της τρίτης ηλικίας, αποκαλύπτει και την κατεστημένη κοινωνική και πολιτική αντίληψή μας για την ιδιαίτερη αδυναμία της εν λόγω κοινωνικής ομάδας, η οποία χρήζει ειδικών παροχών. Και φυσικά, εύλογα και αδιαμφισβήτητα, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τους ηλικιωμένους, ως υποκείμενα ειδικών δικαιωμάτων, προστατευτικών της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς τους, διαμορφώνοντας ένα πλέγμα παροχών στον τομέα της ψυχικής και σωματικής υγείας, σίτισης, στέγασης και διαμονής τους. Ωστόσο, ορίζοντας την έννοια του ηλικιωμένου, ως υποκείμενου μόνο δικαιωμάτων και παροχών, περιορίζοντάς την τρίτη ηλικία, δηλαδή, μόνο στην κοινωνική κατηγορία της “ευπαθούς ομάδας”, αφαιρούμε από αυτήν και κάθε δυναμικό στοιχείο δημιουργικότητας, οπότε και την προοπτική της κοινωνικής της συμβολής.
Ειδικά οι τελευταίες γενιές τρίτης ηλικίας του τόπου μας βίωσαν πρωτοφανείς ιστορικές εμπειρίες και ανατράφηκαν σε αντίξοες συνθήκες. Πολλοί από αυτούς γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε μέρη εκτός ελλαδικής επικράτειας, με κυρίαρχους άλλους πολιτισμούς και γλώσσες. Προσέλαβαν το βασικό συστατικό της ζωής, την τροφή, ως ζητούμενο, δώρο και κατάκτηση και όχι ως δεδομένο. Γεννήθηκαν και ανδρώθηκαν μέσα σε κοινωνικές νοοτροπίες που ο Άλλος, δεν ήταν απλά γείτονας ή αδιάφορος, αλλά πολλές φορές Εχθρός και Αδελφός μαζί, και το κυριότερο γαλουχήθηκαν όχι με τη νοοτροπία, αλλά με τη βιωμένη εμπειρία ότι η καταστροφή και ο θάνατος είναι στοιχείο της απτής καθημερινότητας, οπότε και η αναγέννηση από το μηδέν μονόδρομος, χωρίς δυνατότητα επιλογής. Αυτοί οι άνθρωποι, φυσικά και δικαιούνται, πέρα από κάθε αμφιβολία την πολυτέλεια της “σιωπής”, δηλαδή την αμεριμνησία από κάθε “βιοτική μέριμνα”, που θα πρέπει να κατοχυρώνει αμετάκλητα η παροχή από το κράτος των αγαθών τα οποία διασφαλίζουν τις υλικές παραμέτρους της ζωής τους. Αυτή η “σιωπή” είναι αγαθό σε αυτήν την ηλικία, είναι η υπαρξιακή παρουσία του εαυτού τους στον εαυτό τους, ο διάλογος με τη ζωή τους, δηλαδή την ιστορία τους. Η αμεριμνησία, όμως, αυτή για τα υλικά είναι κάτι παραπάνω από άξια χορηγία και παράσημο για έναν αδύναμο υπερήλικα. Αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για να μεταλλαγεί αυτός ο διάλογος από βιωμένη εμπειρία σε σοφία, άρα σε δώρο που περιμένει παραλήπτη. Με άλλα λόγια, αυτοί οι άνθρωποι παράγουν ανεκτίμητο “κοινωνικό κεφάλαιο” που συνιστά παράδοση, όχι ως παρελθοντική εμπειρία, αλλά ως αντικείμενο που παραδίδεται στους νεώτερους για χρήση και όχι για το μουσείο, καθόσον υπήρξαν, έστω και εξ ανάγκης, “αναζητητές αυθεντικών βιωμάτων” (Δ. Καραγιάννη, Ρωγμές και Αγγίγματα, Αρμός, σελ. 146). Για το λόγο αυτό και το σχετικό δικαϊκό μας πλαίσιο είναι ελλιπές, καθόσον στερείται των αναγκαίων θεσμών, οι οποίοι, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οδηγό Φιλικών προς τους Ηλικιωμένους Πόλεων, του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, “αναγνωρίζουν το ευρύ φάσμα δυνατοτήτων και πόρων των ηλικιωμένων ανθρώπων” (part 2, p. 5).
Από μια απλή λεξικογραφική αναζήτηση της λέξεως “επανάσταση”, διαπιστώνει κανείς εύκολα ότι αυτή παράγεται από το ρήμα “επανίστημι”, που στην αρχική του σημασία έχει την έννοια του “ανεγείρω εκ νέου”, δηλαδή ξαναχτίζω (βλ. Πλάτωνος, Νόμοι, 778 D), του “εγείρομαι”, δηλαδή, σηκώνομαι (βλ. Ηροδότου Ιστορίαι, Γ, 62, Ομήρου Ιλιάδα, Β’, 85) , του “εγείρομαι εκ της κλίνης”, δηλαδή του ξυπνώ ή σηκώνομαι από το κρεβάτι (Αριστοφάνους, Πλούτος, 539), ή “εγείρομαι υπεράνω”, δηλαδή του σηκώνομαι ψηλά, του υψώνομαι (Αριστοτέλους, Των περί τα ζώα ιστοριών, 2, 12, 11). Έτσι, όποιος ευαγγελίζεται σήμερα την αλλαγή και την επανάσταση, όποιος σκέφτεται να ξαναχτίσει τον κόσμο, ή να σηκωθεί στα πόδια του, ή να ξυπνήσει από τον ύπνο του και να υψωθεί ψηλά, θα ήταν αφελής αν νόμιζε ότι θα μπορούσε να σηκωθεί σε στάση δικής του εμπνεύσεως, χωρίς να έχει κοινωνήσει την εμπειρία που προσφέρει η εκάστοτε τρίτη ηλικία. Γι’ αυτό και οι θεσμοί προστασίας της τρίτης ηλικίας δεν αρκεί απλά να στοχεύουν επιπλέον στην κοινωνική ενσωμάτωση των ηλικιωμένων, προς αποφυγή της απομόνωσης, στην οποία κινδυνεύουν αυτοί να περιπέσουν, αλλά, κάνοντας ένα βήμα περισσότερο, να δημιουργήσουν τις συνθήκες εκείνες για την μετάδοση και εκμετάλλευση του κοινωνικού και παιδευτικού κεφαλαίου που αυτοί κομίζουν. Κι έτσι, να τροποποιήσουν και την κατεστημένη κοινωνική αντίληψη για την τρίτη ηλικία, θεωρώντας την από μια περιθωριακή – εξωπαραγωγική ομάδα που χρήζει προστασίας, μια ενεργή ομάδα, που ενισχύει τις συμβολικές και παιδευτικές δομές μιας κοινωνίας, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη ανθρωπιστικών κοινωνικών δεικτών. Δεν είναι τυχαίο που η Ιταλίδα Νευρολόγος, κάτοχος του βραβείου Νόμπελ (1986), Rita Montalcini (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ωκεανίδα το βιβλίο της “Ο κρυφός Άσσος”), κατορθώνοντας να φτάσει τα 103 χρόνια, ανέφερε με περηφάνια ότι “στα 100 μου, έχω ένα μυαλό ανώτερο από αυτό που είχα στα 20 μου, λόγω της εμπειρίας μου”. (http://www.nbcnews.com/id/50324234/ns/technology_and_science-science/#.VAzXOsJ_tA2)
Οι σύγχρονες γενιές μας, καταχρώμενες, ίσως, την προαναφερθείσα ανθεκτικότητα των ηλικιωμένων σε πρωτοφανείς αντιξοότητες και εμπειρίες, διαστρέφουμε την έννοια της κοινωνικής ενσωμάτωσης της τρίτης ηλικίας. Την διατηρούμε ενεργή, αναγκάζοντάς την να μας προσφέρει υπηρεσίες οικογενειακής φροντίδας, μικρών και μεγάλων παιδιών… είτε ως παππούδες και γιαγιάδες, είτε ως γονείς παιδιών που δεν μεγάλωσαν ποτέ… Ακόμα, όμως, και αυτός ο τρόπος εγκλωβισμού της τρίτης ηλικίας σε περιορισμένες δραστηριότητες και καθήκοντα μαρτυρά τη σιωπηρή αναγνώριση της -έστω και αυτής της στρεβλής- χρησιμότητάς της. Έστω και αντιμετωπίζοντας την εκλεπτυσμένη και ακόμα και υπερβολική φροντίδα της, με γλαφυρότητα, αναγνωρίζουμε τα όρια της ανθρώπινης αντοχής, που θα θέλαμε να έχουμε και εμείς σε αυτήν την ηλικία, αλλά φοβόμαστε- όντας σχεδόν πεπεισμένοι- ότι δεν θα τα αποκτήσουμε ποτέ. Ακόμα, λοιπόν, και μέσα από αυτό το λανθασμένο δρόμο, ας αντιληφθούμε ότι όσο αντιμετωπίζουμε αυτήν την κοινωνική ομάδα, ως “απόμαχους της ζωής”, στερούμε από την κοινωνία μας, πολύτιμες παροχές εμπειρίας, παιδείας, πολιτισμού και βιώματα που δεν υπάρχει τρόπος να τα ζήσουμε. Ας πιστέψουμε ότι η μέριμνα, η φροντίδα, η αγάπη και το πάθος των ανθρώπων αυτών είναι απεριόριστα δώρα που μας περιμένουν να μας δοθούν χωρίς ανταμοιβή. Μια ρωσική παροιμία λέει αποστομωτικά:
“Η νεαρή νύφη κλαίει μέχρι το ξημέρωμα. Η αδελφή κλαίει μέχρι να πάρει χρυσό δαχτυλίδι. Η μάνα κλαίει μέχρι να πεθάνει”. (Γουίλιαμ Βόλμαν, “Κεντρική Ευρώπη”, Κέδρος, σελ. 56)