10-4-2017
Ο αγώνας του ελληνικού έθνους ή λαού, (ανάλογα με τις σχετικές απόψεις του καθενός) για την σύγχρονη πολιτική του συγκρότηση έχει χρονοθετηθεί την 25η Μαρτίου. Η επετειακή αυτή ημέρα είθισται να εορτάζεται με την τέλεση μαθητικών παρελάσεων πανελλαδικά. Ανεξάρτητα από την προσφορότητα ενός τέτοιου θεσμού, τόσο για τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης, όσο και την πραγματική απόδοση τιμής- εορτασμό του σημαινόμενου γεγονότος της ελληνικής επανάστασης, με την πολυπολιτισμική διεύρυνση της ελληνικής κοινωνίας, εγείρονται για πρώτη φορά προβληματισμοί, όπως αυτοί με τους οποίους θα ασχοληθώ εν προκειμένω.
Συγκεκριμένα, αναφέρομαι στη συμμετοχή στις εν λόγω παρελάσεων μαθητριών με μαντήλα, πράγμα που συνέβη με μια παραστάτρια στην μαθητική παρέλαση της 25ης Μαρτίου του 2016 και με μια σημαιοφόρο στην παρέλαση της ίδιας επετείου του 2017 και αποτέλεσαν γεγονότα που επικροτήθηκαν από τον τύπο, όπως προκύπτει και από τα σχετικά δημοσιεύματα.(βλ. εδώ και εδώ)
Εν πρώτοις, το μόνο που μπορεί να σκεφθεί κανείς είναι ότι συγχαρητήρια αξίζουν στα κορίτσια αυτά, για τη φιλομάθειά τους, αλλά και την ικανότητά τους να διέλθουν μέσα από τις δυσκολίες τις οποίες συνεπάγεται η μετάβαση από το δικό τους σε ένα ξένο εκπαιδευτικό και πολιτισμικό σύστημα και να διακριθούν, αντιπαρερχόμενες και τις αντίστοιχες κοινωνικές και οικονομικές δυσκολίες. Ο προβληματισμός μου, με αφορμή το νόημα της επετείου, έγκειται στη συμβατότητα της μαντήλας, δηλαδή ενός ειδικού τρόπου θεώρησης και διαχείρισης του γυναικείου σώματος, με τις αξίες που κομίζει η ελληνική κοινωνία και κατ’ επέκταση, ο ελληνικός πολιτισμός. Συνεπώς, οδηγούμαστε, κατά λογική ακολουθία στο να διερευνήσουμε το «θεμιτό» της επικρότησής ή ακόμα και της αποδοχής της μαντήλας, μέσα από το πρίσμα του δικαίου.
Μια σύντομη ανασκόπηση των πρόσφατων ενδεικτικών αποφάσεων των διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων καταδεικνύει τη λεπτότητα του ζητήματος, αλλά και την πιθανή αντιφατικότητα των εξυπηρετούμενων δικαιοπολιτικών σκοπών, οι οποίοι συνιστούν το κριτήριο της ερμηνείας των σχετικών κανόνων δικαίου.
Ειδικότερα, με την απόφαση του στην υπόθεση Karaduman κατά Τουρκίας, η οποία ήχθη ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), ένα τουρκικό Πανεπιστήμιο αρνήθηκε να εκδώσει πιστοποιητικό στην προσφεύγουσα, μέχρι να προσκομίσει φωτογραφία όπου δεν φορούσε μαντίλα. Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας), καθότι δέχθηκε ότι το Πανεπιστήμιο είχε την υποχρέωση να τηρεί την αρχή της κοσμικότητας και ότι η χρήση της μαντίλας ήταν αντίθετη προς την αρχή αυτή. Περαιτέρω, έγινε δεκτό ότι η χρήση της μαντίλα θα μπορούσε να θέσει υπερβολική πίεση για να τη φορέσει κάποια φοιτήτρια, η οποία δεν επιθυμεί να το πράξει. Τέλος, έκρινε ότι οι κανονισμοί απαγορεύουν τη χρήση της μαντίλας με σκοπό να «διασφαλιστεί ότι ορισμένα φονταμενταλιστικά θρησκευτικά κινήματα δεν διαταράσσουν τη δημόσια τάξη στην τριτοβάθμια εκπαίδευση».
Στην υπόθεση Dahlab κατά Ελβετίας, η προσφεύγουσα ήταν δασκάλα σε δημοτικό σχολείο, η οποία μετά τον προσηλυτισμό της στο Ισλάμ, άρχισε να φορά μαντίλα στο σχολείο, πράγμα το οποίο της απαγορεύτηκε. Διαπιστώνοντας ότι δεν υπήρξε καμία παραβίαση του άρθρου 9, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η μαντίλα ήταν ένα «ισχυρό θρησκευτικό σύμβολο» και ότι η προσφεύγουσα, ως δασκάλα, ήταν ένα θετικό πρότυπο για τα νέα -ευαίσθητα παιδιά, με κίνδυνο τον προσηλυτισμό τους. Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι η χρήση της μαντίλας ήταν ασυμβίβαστη «με το μήνυμα της ανοχής, σεβασμού προς τους άλλους και, πάνω απ’ όλα, της ισότητας και της μη διάκρισης που όλοι οι εκπαιδευτικοί σε μια δημοκρατική κοινωνία πρέπει να μεταδίδουν στους μαθητές τους.»
Στην υπόθεση Leyla Sahin κατά Τουρκίας, η προσφεύγουσα δεν έγινε δεκτή στις εξετάσεις του πανεπιστημίου, καθώς και την παρακολούθηση των μαθημάτων, επειδή φορούσε μαντίλα. Το Δικαστήριο, εν προκειμένω, θεώρηση ότι η απαγόρευση της μαντήλας αποτελεί παρέμβαση, κατά το άρθρο 9, την οποία εξέτασε, αν ως απαγόρευση, ήταν αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αρχή της κοσμικότητας αποτελεί αντικείμενο διαχείρισης από τα κράτη μέλη, με τόσο διαφορετικό τρόπο, ώστε να είναι αδύνατο να αναγνωρίσει μια ενιαία ευρωπαϊκή προσέγγιση. Στη βάση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι η τουρκική κυβέρνηση είχε ευρεία διακριτική ευχέρεια, συμπληρώνοντας ότι η προστασία της αρχής του κοσμικού κράτους είναι υψίστης σημασίας, ειδικά στην Τουρκία, όπου η μαντίλα είχε ιδιαίτερη σημασία, δεδομένης της επικράτηση φονταμενταλιστικών κινημάτων, οπότε και η χρήση της μαντίλας θα μπορούσε να θέσει μια απειλή για τη δημόσια τάξη και να ασκήσει πίεση σε εκείνους που δεν τη φορούν να το κάνουν. Βάσει όλων αυτών, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι η χρήση της μαντίλας ήταν αντίθετη προς τις αρχές της ισότητας των φύλων.
Στην υπόθεση Dogru κατά Γαλλίας, η προσφεύγουσα αποκλείστηκε από το σχολείο επειδή φορούσε μαντίλα. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 9 και δεν αξίωσε η γαλλική κυβέρνηση να παράσχει στοιχεία που να στηρίζουν τον ισχυρισμό της ότι η παρέμβαση ήταν αναγκαία για λόγους υγείας και ασφάλειας.
Στην υπόθεση Ahmed Arslan και λοιποί κατά Τουρκίας, το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 9. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγοντες ανήκαν σε μια θρησκευτική ομάδα γνωστή, η οποία συνελήφθη από την τουρκική αστυνομία, καθότι περιφερόταν δημόσια στην Άγκυρα φορώντας διακριτό θρησκευτικό φόρεμα. Το Δικαστήριο διέκρινε την υπόθεση αυτή από τις προηγούμενες, μιας και αφορούσε στη χρήση θρησκευτικών στολών σε δημόσιο χώρο, σε αντίθεση με τα δημόσια ιδρύματα και έκρινε ότι «δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι οι προσφεύγοντες αποτελούσαν απειλή για τη δημόσια τάξη ή ότι είχαν εμπλακεί σε προσηλυτισμό ασκώντας ακατάλληλη πίεση στις περαστικούς κατά τη διάρκεια της συνάθροισής τους.»
Η υπόθεση S.A.S. κατά Γαλλίας αφορούσε στην νομοθετική απαγόρευση της χρήσης μπούρκας και νικαμπ (είδος μαντηλιού που καλύπτει όλο το πρόσωπο πλην των ματιών) σε δημόσιους χώρους. Η προσφεύγουσα υποστήριζε στην προσφυγή της ότι αποτελεί επιλογή της να φορά μπούρκα ή νικάμπ και επικαλέστηκε το άρθρο 3 Σύμβασης, σχετικά με την απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης, καθώς ισχυρίστηκε ότι κινδυνεύει να υποστεί παρενοχλήσεις ή διάκριση αν αγνοήσει τις απαγορεύσεις και εμφανισθεί με καλυμμένο το πρόσωπο ή όλο το σώμα δημόσια. Ακόμα, επικαλέστηκε το άρθρο 8 σχετικά με το σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, το άρθρο 9 για την ελευθερία σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας, το άρθρο 10 για την ελευθερία έκφρασης και το άρθρο 14 για την απαγόρευση των διακρίσεων, καθώς όπως ισχυρίστηκε, η απαγόρευση της μπούρκας είναι ασυμβίβαστη με την ελευθερία να εκδηλώνει τη θρησκεία ή την πίστη της. Ωστόσο, και στην προκείμενη περίπτωση το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαφύλαξη των προϋποθέσεων της κοινής συμβίωσης είναι ένας θεμιτός στόχος των γαλλικών αρχών, οι οποίες διαθέτουν ως προς αυτό ευρεία διακριτική ευχέρεια και κατά συνέπεια ο γαλλικός νόμος δεν είναι αντίθετος προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) ασχολήθηκε σε δύο πρόσφατες υποθέσεις του με τη συμβατότητα απαγόρευσης μαντήλας σε εργασιακούς χώρους, απαντώντας σε προδικαστικά ερωτήματα, σχετικά με την οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία.
Στην υπόθεση C-157/15 (Samira Achbita, Centrum voor gelijkheid van kansen en voor racismebestrijding κατά G4S Secure Solutions NV), το ΔΕΕ, με την απόφασή του της 14ης Μαρτίου 2017, απεφάνθη ότι η απαγόρευση της μουσουλμανικής μαντίλας, βάσει κανόνα ιδιωτικής επιχειρήσεως, ο οποίος δεν επιτρέπει την εμφανή χρήση οιουδήποτε πολιτικού, φιλοσοφικού ή θρησκευτικού συμβόλου στον χώρο εργασίας, δεν συνιστά άμεση διάκριση λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων. Ένας τέτοιος κανόνας ιδιωτικής επιχειρήσεως ενδέχεται να συνιστά έμμεση διάκριση, εάν αποδεικνύεται ότι η επιβαλλόμενη εκ πρώτης όψεως ουδέτερη υποχρέωση συνεπάγεται, εν τοις πράγμασι, τη μειονεκτική μεταχείριση κάποιων προσώπων, λόγω ορισμένης θρησκείας ή ορισμένων πεποιθήσεων. Ωστόσο, και πάλι δεν πρόκειται περί διάκρισης, αν δικαιολογείται από έναν θεμιτό σκοπό, όπως η εκ μέρους του εργοδότη τήρηση μιας πολιτικής φιλοσοφικής, θρησκευτικής και πολιτικής ουδετερότητας στις σχέσεις του με τους πελάτες του, και εάν τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.
Στην υπόθεση C-188/15 (Asma Bougnaoui, Association de défense des droits de l’homme κατά Micropole SA), το ΔΕE , με την απόφασή του της 14ης Μαρτίου 2017, επανέλαβε ότι η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά έμμεση διάκριση, εάν δικαιολογείται αντικειμενικά από έναν θεμιτό σκοπό, όπως η εφαρμογή εκ μέρους της εργοδότριας εταιρείας μιας πολιτικής ουδετερότητας έναντι των πελατών της, και εάν τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία. Ωστόσο, συμπλήρωσε ότι μόνο το γεγονός ότι ο εργοδότης έλαβε υπόψη την επιθυμία πελάτη του να μην του παρέχονται υπηρεσίες από εργαζομένη που φορά μουσουλμανική μαντίλα, δεν αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, η οποία να δικαιολογεί την απαγόρευση της μαντίλας.
Με τις παραπάνω αποφάσεις των δύο ευρωπαϊκών δικαστηρίων, σκιαγραφούνται τα όρια του δικαίου αναφορικά με την δικαιοπολιτική του στοχοθεσία, δηλαδή τους κοινωνικοπολιτικούς σκοπούς που υπηρετεί και ανταποκρίνονται στο μοντέλο μιας κοινωνίας, ως συνόλου μονάδων, οι οποίες επιδιώκουν την ατομική τους διασφάλιση και κατοχύρωση των δικαιωμάτων τους, και όχι ως μιας ενότητας αλληλέγγυων πολιτών, με κοινούς στόχους.
Σταχυολογώ τις δικαιοπολιτικές παραδοχές των παραπάνω αποφάσεων:
- η χρήση της μαντίλας είναι αντίθετη προς την αρχή της κοσμικότητας
- η χρήση της μαντίλας θα μπορούσε να θέσει υπερβολική πίεση για να τη φορέσει κάποια φοιτήτρια, η οποία δεν επιθυμεί να το πράξει.
- οι κανονισμοί απαγορεύουν τη χρήση της μαντίλας με σκοπό να «διασφαλιστεί ότι ορισμένα φονταμενταλιστικά θρησκευτικά κινήματα δεν διαταράσσουν τη δημόσια τάξη στην τριτοβάθμια εκπαίδευση».
- Η δασκάλα αποτελεί ένα θετικό πρότυπο για τα νέα -ευαίσθητα παιδιά, με κίνδυνο τον προσηλυτισμό τους.
- δεδομένης της επικράτησης φονταμενταλιστικών κινημάτων, η χρήση της μαντίλας θα μπορούσε να θέσει μια απειλή για τη δημόσια τάξη
- η χρήση της μαντίλας είναι αντίθετη προς τις αρχές της ισότητας των φύλων.
- η διαφύλαξη των προϋποθέσεων της κοινής συμβίωσης είναι ένας θεμιτός κρατικός στόχος
- η εκ μέρους του εργοδότη τήρηση μιας πολιτικής φιλοσοφικής, θρησκευτικής και πολιτικής ουδετερότητας στις σχέσεις του με τους πελάτες του είναι θεμιτός σκοπός
Θέση μου είναι ότι οι παραπάνω δικαιοπολιτικές επιλογές προφανώς και πρέπει να καταφάσκονται στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας, δηλαδή, μιας κοινωνίας που σκοπό έχει τη διαφύλαξη της “σφαίρας ελευθερίας” του ατόμου, δηλαδή “της δυνατότητας του ατόμου να πράττει” [Georg Jellinek, Allgemeine Staatslehre, σ. 419]
Όμως, παράλληλα, με τέτοια προσέγγιση αναφαίνονται οι φοβίες μιας κοινωνίας για την ίδια της τη συντήρηση και ύπαρξη, προδηλώνεται η ανάγκη του αυτοπροστατευτισμού της, προδίδοντας έτσι τον αναπαραγωγικό της τρόμο.
Πολύ σωστά, με τις ανωτέρω αποφάσεις τονίζεται ο κίνδυνος προσηλυτισμού μέσω των προτύπων, ταυτίζεται η χρήση της μαντήλας με την απειλή προς τη δημόσια τάξη, την ανισότητα των δύο φύλων, ότι η απαγόρευση της μαντήλας θεσπίζεται προς το σκοπό της διαφύλαξης των προϋποθέσεων της κοινή συμβίωσης. Όμως, μέσα σε όλες αυτές τις παραδοχές δεν περιέχεται έστω και μια υπόνοια για την πρακτική, ιδεολογική αντιμετώπιση και τοποθέτηση της ίδιας της κοινωνίας απέναντι στην μαντήλα και τον ιδεολογικό κόσμο που αυτή αντιπροσωπεύει. Και ναι μεν το δίκαιο σκοπό έχει μόνο να περιγράφει τα όρια, εντός των οποίων μια πράξη είναι σύννομη, άρα θεμιτή και αποδεκτή σε μια κοινωνία, ωστόσο, το δίκαιο παράγει και ηθική, οπότε και οι παραπάνω δικαστικές αποφάσεις υποδηλώνουν έμμεσα και σιωπηρά τη διάπλαση του κοινωνικού τύπου ενός αδιάφορου πολίτη, που δεν συνδιαλέγεται με τις προκλήσεις, δεν αντιπαρατίθεται ή συναινεί με αυτές, δεν εκφράζεται, άρα δεν ενεργεί μέσα στην κοινωνία, απεμπολώντας έτσι την ίδια του την “πολιτική” ιδιότητα. Και τον πολίτη που δεν ασχολείται με τα κοινά η αρχαιοελληνική σκέψη τον χαρακτήριζε “αχρείο” και όχι “απράγμονα”, δηλαδή ανενεργό, κατά τη χαρακτηριστική φράση του Θουκιδίδη. (μόνοι γὰρ τόν τε μηδὲν τῶνδε μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα, ἀλλ᾿ ἀχρεῖον νομίζομεν,- Θουκυδίδου, Ἱστοριῶν Β´, § 40). Οπότε, δεδομένης της απώλειας της πολιτικότητας απομένει, μόνο το “ζωον” , κάνοντας χρήση της αριστοτέλειας θέσης ότι ο άνθρωπος είναι πολιτικό ζώον… (Αριστοτέλους, Πολιτικά,1253a)
Και τι σχέση έχουν όλα αυτά με την παραστάτρια και σημαιοφόρο των παρελάσεων της 25ης Μαρτίου;;; Μα φυσικά, άμεση και βαθύτατη. Γιατί πίσω από τις μεγαλοστομίες και τη φερόμενη κοινή γνώμη που επιχαίρει για το γεγονός παρέλασης των μαθητριών με μαντίλα, στο πλαίσιο της πολυπολιτισμικότητας, καμιά φωνή προερχομένη από την κοινή γνώμη δεν αναρωτήθηκε για τη συμβατότητα μιας τέτοιας κουλτούρας και της αντίστοιχης ιδεολογίας με τον πολιτισμό της κοινωνίας μας. Συγκεκριμένα, γιατί επικροτούμε τις μαθήτριες που παρελαύνουν “εγκλωβισμένες” στη μαντήλα και το χιτζάμπ, όταν γνωρίζουμε ότι αυτά είναι τρόποι, αλλά και σύμβολα μιας λογικής κατάφωρης καταπίεσης της γυναικείας φύσης, παντελώς ασύμβατης με τον νομικό μας πολιτισμό και τις ευρωπαϊκές μας αξίες; Ποια η συμβατότητα μιας τέτοιας πράξης με το νόημα της επετείου της 25ης Μαρτίου, όπου εορτάζεται η μόνη από τις επαναστάσεις του 1820-1822 που κατόρθωσε να επιβληθεί, διότι, όπως τονίζει ο E.J. Hobsbawm, κατάφερε “να πάρει μορφή γνήσιας λαϊκής επανάστασης”, ώστε “να γίνει πηγή έμπνευσης του διεθνούς φιλελευθερισμού”(E.J. Hobsbawm, Η εποχή των επαναστάσεων, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1990, σ. 159).
Και φυσικά, πίσω από αυτήν τη δυσαρμονία και ασυμβατότητα δεν γίνεται να μην αναγνωρίσουμε την αποτυχία του εκπαιδευτικού συστήματος να πείσει τις εν λόγω μαθήτριες ότι οι αξίες που αντιπροσωπεύουν αυτές οι προσεγγίσεις του γυναικείου σώματος δεν συνάδουν με τις αξίες που εκφράζονται μέσα από τον πολιτισμό της κοινωνίας μας. Όχι, φυσικά γιατί είναι διαφορετικές. Η δημοκρατική κοινωνία θα πρέπει να ταυτίζεται όχι απλά με την κατάφαση του διαφορετικού, αλλά και με την προστασία του. Και στο πλαίσιο αυτό φέρει αμφισβητήσιμες και ίσως επικίνδυνες προεκτάσεις η προπαρατεθείσα παραδοχή του ΕΔΔΑ, σύμφωνα με την οποία «η διαφύλαξη των προϋποθέσεων της κοινής συμβίωσης είναι ένας θεμιτός κρατικός στόχος», στο μέτρο που οι κανόνες διαφύλαξης φθάνουν μέχρι το μέτρο της απαγόρευσης της προσωπικής έκφρασης, άρα στον περιορισμό μιας ατομικής ελευθερίας. Οι αξίες του χιτζάμπ και της μαντήλας δεν εναρμονίζονται με τις αξίες της κοινωνίας μας, γιατί είναι αντίθετες στο βαθμό του μη ανεκτού. Γιατί η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και η ισότητα των δύο φύλων δεν επιτρέπουν την καταπίεση της γυναίκας, τον νομοτελειακό της εγκλωβισμό σε μια στερεότυπη θέση κατωτερότητας, στην αντιμετώπιση του σώματός της ως εν δυνάμει «ηθικού κινδύνου», προς αποφυγή του οποίου πρέπει το σώμα να αποκρύπτεται. Και σκοπός μιας δημοκρατικής κοινωνίας, παράλληλα με την προστασία του διαφορετικού, είναι και η προστασία της ατομικότητας, ως ελευθερίας του ατόμου να αναπτύξει ελεύθερα την προσωπικότητά του, για να καταστεί ώριμο να επιλέξει ελεύθερα τον οποιοδήποτε πολιτισμικό του προσανατολισμό.
Πολύ εύλογα, βέβαια, θα αναρωτηθεί κανείς: κι αν το χιτζάμπ ή η μαντήλα αποτελούν προϊόν ώριμης επιλογής ενός καθόλα ελεύθερου προσώπου, με ποια εξουσία θα επέμβει το δίκαιο για να επιβάλει ετερόνομα την ομοιομορφία, προϋποθέτοντας ότι η γυναίκα με τη μαντήλα καταπιέζεται;; Και γιατί το εκπαιδευτικό σύστημα να μην απέτυχε στην περίπτωση της μαθήτριας που παρελαύνει με προκλητική κοντή φούστα; Ή ποια η συμβατότητα των αξιών της κοινωνίας μας με τις αξίες της μαθήτριας που τιμά την επέτειο της 25ης Μαρτίου με την υπερσεξουαλικότητά της; Πράγματι, το εκπαιδευτικό σύστημα, και μέσα από αυτό το δίκαιό μας και πρωτίστως η κοινωνία μας, απέτυχε και στην περίπτωση αυτή. Όχι γιατί τίθεται ζήτημα αντίθεσης σε κάποιον κώδικα ηθικής και σεμνοτυφίας. Αλλά γιατί η κοινωνία απέτυχε μέσω της παιδείας της να εμφυσήσει στη μαθήτρια αυτή, αυτοπεποίθηση. Γιατί απέτυχε να διδάξει στην μαθήτρια αυτή ότι η σεξουαλικότητα δεν είναι μηχανισμός αναπλήρωσης των προσωπικών μας ελλειμμάτων, δεν είναι μέσο ατομικής προβολής και μέσο διαχείρισης των κοινωνικών μας σχέσεων. Είναι δώρο και δρόμος σε άρρητες εμπειρίες, που καλείται να τον διασχίσει στις προσωπικές της σχέσεις, με απόλυτη ελευθερία, κατά τη δική της βούληση.
Και για να συγκεράσουμε τις δύο προκείμενες περιπτώσεις, πρέπει να αντιληφθούμε ότι το νόημα του εορτασμού της 25ης Μαρτίου και κάθε 25ης Μαρτίου, δηλαδή κάθε επετείου ενός αγώνα για την ελευθερία του ανθρώπου και του συνόλου, επιτάσσει τον αποκλεισμό οποιασδήποτε μορφής καταπίεσης του ατόμου, αλλά και τον εκούσιο, συνειδητό αυτοπεριορισμό της ατομικής του προβολής, χάριν της επιτυχίας της εορτής, χάριν της προβολής του επετειακού νοήματος, για να καταστεί, δηλαδή, η γιορτή ένα πραγματικό συλλογικό γεγονός και όχι μια συνάθροιση ατομικοτήτων, που παρέμειναν μονάδες…
Και πως όλα αυτά μπορούν να επιτευχθούν, στο πλαίσιο ενός δικαίου που μας αντιμετωπίζει όλους ως απρόσωπες μονάδες, των οποίων ρυθμίζει τη συμπεριφορά ;;
Είναι καιρός, λοιπόν, οι δικαιοπολιτικές επιλογές να διαμορφώνουν πλέον όχι κανόνες δικαίου – ρυθμιστικούς των ανθρωπίνων σχέσεων, αλλά θεσμούς κοινωνίας, οι οποίοι θα προτρέπουν και θα ενισχύουν την επικοινωνία, ως πραγματική αλληλεπίδραση, ως κοινωνία, δηλαδή μετοχή στο είναι του καθενός. Μιλώ, με άλλα λόγια, για κάτι βαθύτερο από έναν ουσιαστικό διάλογο, ο οποίος δεν διεξάγεται από άτομα αμυνόμενα πίσω από τις ατομικές τους κατοχυρώσεις, αλλά από πρόσωπα που δεν ανταλλάσουν απλά απόψεις, αλλά κοινωνούν, δηλαδή μετέχουν στα βιώματα και εμπειρίες των άλλων.
Κάπου εκεί, ίσως και να κρύβεται η αλήθεια, όπως πίστευε και ο Ηράκλειτος (από Sextus Empiricus. Ex recensione I. Προς δογματικούς Α, 133).
διὸ δεῖ ἕπεσθαι τῷ ξυνῷ· Γι᾽ αυτό είναι αναγκαίο να ακολουθούμε το κοινό·
τοῦ λόγου δ᾽ ἐόντος ξυνοῦ αλλά, παρόλο που ο Λόγος είναι καθολικός,
ζώουσιν οἱ πολλοὶ οι πολλοί ζουν,
ὡς ἰδίαν ἔχοντες φρόνησιν. σαν να έχουν δική τους αντίληψη.
διό καθ’ ό,τι αυτού της μνήμης κοινωνήσωμεν, Συνεπώς, ως προς ό,τι μετέχουμε στη μνήμη του
αληθεύομεν, είμαστε αληθείς,
ά δε αν ιδιάσωμεν ως προς ό,τι, όμως, είμαστε απομονωμένοι,
ψευδόμεθα” είμαστε ψευδείς.