Η μαρτυρία του Barack Obama για το ελληνικό χρέος

Το βιβλίο του πρώην Αμερικανού Προέδρου, “A promised Land”, που κυκλοφόρησε το 2020 στις ΗΠΑ από τις εκδόσεις Crown, περιέχει άλλη μιαν αποκάλυψη για τον τρόπο διαχείρισης του ελληνικού χρέους, κατά το κρίσιμο έτος 2010 από τους κοινοτικούς εταίρους της Ελλάδας. Ο τρόπος αυτός σηματοδότησε και την πολιτική αντιμετώπιση της χώρας, με την μετέπειτα επινόηση του πρωτοφανούς οικονομικού καθεστώτος των μνημονίων, την υπαγωγή της Ελλάδας σε αυτό και την καταδίκη της σε δεκαετή υπανάπτυξη και οπισθοδρόμηση. Πέρα από την αδιαμφισβήτητη ευθύνη των ημεδαπών παραγόντων, η μαρτυρία του Barack Obama αποτυπώνει ανάγλυφα τις ευθύνες των ευρωπαίων ηγετών για την παγκόσμια αυτή πρωτοτυπία, στις οποίες συνυπήρχαν, πολιτικά, οικονομικά και ηθικά ψυχολογικά κίνητρα.

Ειδικότερα, από το κεφάλαιο 6 με τίτλο “In the barrel”, σελίδες 526 και επόμενες (της πρωτότυπης αγγλικής έκδοσης), παρατίθενται μεταφρασμένα τα παρακάτω χαρακτηριστικά αποσπάσματα.

………….

Οι προσπάθειές τους (εννοείται των Ευρωπαίων) να καθησυχάσουν τις χρηματοπιστωτικές αγορές μειώνοντας τις κρατικές δαπάνες μείωσαν ήδη την ήδη αδύναμη συνολική ζήτηση και ενέτειναν την ύφεση τους. Αυτό, με τη σειρά του προκάλεσε ακόμη μεγαλύτερες ελλείψεις στον προϋπολογισμό, απαιτούσε πρόσθετο δανεισμό με ολοένα και υψηλότερα επιτόκια και έπληξε ακόμη περισσότερο τις χρηματοπιστωτικές αγορές.

………….

Ωθήσαμε τις χώρες της Ε.Ε. με τους ισχυρότερους ισολογισμούς να ξεκινήσουν πολιτικές τόνωσης συγκρίσιμες με τις δικές μας, προκειμένου να ξεκινήσουν επιχειρηματικές επενδύσεις και να αυξήσουν τη ζήτηση των καταναλωτών σε ολόκληρη την ήπειρο.

Δεν φτάσαμε πουθενά. Αν και φιλελεύθερη σύμφωνα με τα αμερικανικά πρότυπα,

οι μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρώπης ήταν σχεδόν όλες υπό την ηγεσία κεντροδεξιών κυβερνήσεων, οι οποίες εκλέχθηκαν περισσότερο με την υπόσχεση ισορροπημένων προϋπολογισμών και μεταρρυθμίσεων στην ελεύθερη αγορά παρά με αυτήν των περαιτέρω δημοσίων δαπανών.

……………………

ο επίμονος εναγκαλισμός της λιτότητας από τους βασικούς Ευρωπαίους ηγέτες, παρά όλες τις αντίθετες ενδείξεις, ήταν κάτι περισσότερο από απογοητευτικός. Όμως, δεδομένων όλων των υπολοίπων ενώπιόν μου, η κατάσταση στην Ευρώπη δεν με κρατούσε άγρυπνο τη νύχτα. Όλα αυτά άρχισαν να αλλάζουν το Φεβρουάριο του 2010, όμως, όταν μια ελληνική κρίση χρέους απείλησε να ξεδιπλωθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση – και έστειλε εμένα και την οικονομική μου ομάδα να προσπαθούν να αποτρέψουν έναν ακόμη γύρο παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού πανικού.

Τα οικονομικά προβλήματα της Ελλάδας δεν ήταν νέα. Για δεκαετίες, η χώρα μαστιζόταν από τη χαμηλή παραγωγικότητα, τον διογκωμένο και αναποτελεσματικό δημόσιο τομέα, τη μαζική φοροαποφυγή και τις μη βιώσιμες συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις. Παρ ‘όλα αυτά, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000, οι διεθνείς κεφαλαιαγορές ήταν στην ευχάριστη θέση να χρηματοδοτήσουν τα σταθερά αυξανόμενα ελλείμματα της Ελλάδας, με τον ίδιο τρόπο που θα ήταν ευτυχείς να χρηματοδοτήσουν ένα σωρό ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μετά την κρίση της Wall Street, το κλίμα έγινε λιγότερο γενναιόδωρο. Όταν η νέα ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι το πρόσφατο έλλειμμα του προϋπολογισμού της ξεπέρασε κατά πολύ τις προηγούμενες εκτιμήσεις, οι μετοχές των ευρωπαϊκών τραπεζών υποχώρησαν και οι διεθνείς δανειστές απέκλεισαν το ενδεχόμενο περαιτέρω δανεισμού της Ελλάδας. Η χώρα ξαφνικά έφτασε στο χείλος της χρεοκοπίας. Κανονικά, η προοπτική μιας μικρής χώρας που δεν εξοφλά εγκαίρως τις οφειλές της έχει περιορισμένο αποτέλεσμα έξω από τα σύνορά της. Το ΑΕΠ της Ελλάδας ήταν περίπου ανάλογο του μέγεθος του Μέριλαντ και άλλες χώρες που αντιμετώπιζαν παρόμοια προβλήματα κατά κανόνα κατάφεραν να συνάψουν συμφωνία με τους πιστωτές τους και το ΔΝΤ, επιτρέποντάς τους να αναδιαρθρώσουν το χρέος τους, να διατηρήσουν τη διεθνή πιστοληπτική τους ικανότητα και τελικά να ορθοποδήσουν.

Αλλά το 2010, οι οικονομικές συνθήκες δεν ήταν φυσιολογικές. Η σύνδεση της Ελλάδας σε μια ήδη ασταθή Ευρώπη έκανε τα προβλήματα κρατικού χρέους της ισοδύναμα με ένα δυναμίτη που πετιέται σε εργοστάσιο πυρομαχικών. Επειδή ήταν μέλος της κοινής αγοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου εταιρείες και άνθρωποι εργάζονταν, ταξίδευαν και συναλλάσσονταν υπό ένα ενοποιημένο σύνολο κανονισμών χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα εθνικά σύνορα, τα οικονομικά προβλήματα της Ελλάδας μεταφέρθηκαν εύκολα. Μερικοί από τους μεγαλύτερους δανειστές της Ελλάδας ήταν τράπεζες σε άλλες χώρες της ΕΕ. Η Ελλάδα ήταν επίσης μία από τις δεκαέξι χώρες που είχαν υιοθετήσει το ευρώ, που σημαίνει ότι δεν είχε δικό της νόμισμα προς υποτίμηση ή ανεξάρτητα μέτρα νομισματικής πολιτικής που θα μπορούσε να ακολουθήσει. Χωρίς ένα άμεσο, μεγάλης κλίμακας πακέτο διάσωσης από τα υπόλοιπα μέλη της ευρωζώνης, η Ελλάδα μπορεί να μην είχε άλλη εναλλακτική λύση από το να βγει από το νομισματικό σκληρό πυρήνα, μια άνευ προηγουμένου κίνηση με αβέβαιες οικονομικές επιπτώσεις. Ήδη, οι φόβοι της αγοράς για την Ελλάδα είχαν προκαλέσει μεγάλες αυξήσεις στα επιτόκια των τραπεζών στην Ιρλανδία, την Πορτογαλία, την Ιταλία και την Ισπανία για να καλύψουν το δημόσιο χρέος τους.

………………………

Και έτσι, από το πουθενά, η σταθεροποίηση της Ελλάδας έγινε ξαφνικά μία από τις προτεραιότητες της οικονομικής και εξωτερικής πολιτικής μας. Σε κατ’ ιδίαν συναντήσεις και κατά τη διάρκεια τηλεφωνικών συνδιαλέξεων την άνοιξη, ο Tim και εγώ κάναμε «πρέσινγκ σε όλο το γήπεδο» για να καταφέρουμε την Κεντρική Τράπεζα και το ΔΝΤ να φτιάξουν ένα πακέτο διάσωσης αρκετά ισχυρό για να ηρεμήσει τις αγορές και να επιτρέψει στην Ελλάδα να καλύψει τις πληρωμές χρέους της, βοηθώντας παράλληλα τη νέα κυβέρνηση να εκπονήσει ένα ρεαλιστικό σχέδιο για τη μείωση των διαρθρωτικών ελλειμμάτων της χώρας και την αποκατάσταση της ανάπτυξης. Για την προστασία από πιθανές μεταδοτικές επιπτώσεις στην υπόλοιπη Ευρώπη, προτείναμε επίσης στους Ευρωπαίους να φτιάξουν ένα αξιόπιστο «τείχος προστασίας» κατά βάση, ένα κοινό ταμείο δανείων με αρκετά κεφάλαια για να ενισχύσει την πίστη στις κεφαλαιαγορές  ότι σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης η ευρωζώνη θα σταθεί πίσω από τα χρέη των μελών της.

Για άλλη μια φορά, οι Ευρωπαίοι ομόλογοι μας είχαν άλλες ιδέες. Όσον αφορά τους Γερμανούς, τους Ολλανδούς και πολλά άλλα μέλη της ευρωζώνης, αυτοί ανησυχούσαν ότι οι Έλληνες τους είχαν μεταφέρει τα προβλήματα τους με την κακή διακυβέρνηση και σπάταλους τρόπους τους. Αν και η Μέρκελ με διαβεβαίωσε ότι «δεν θα το κάνουμε σαν τη Lehman» αφήνοντας την Ελλάδα να χρεοκοπήσει, τόσο αυτή όσο και ο τασσόμενος υπέρ της λιτότητας υπουργός Οικονομικών, Wolfgang Schäuble, φάνηκαν αποφασισμένοι να εξαρτήσουν οποιαδήποτε βοήθεια από επαρκή μετάνοια, παρά τις προειδοποιήσεις μας ότι η πίεση στην ήδη τραυματισμένη ελληνική οικονομία θα ήταν αντιπαραγωγική. Η επιθυμία να εφαρμοστεί κάποια από αυτήν τη δικαιοσύνη της Παλαιάς Διαθήκης για να αποθαρρυνθεί ο ηθικός κίνδυνος αντανακλάται στην αρχική προσφορά της Ευρώπης.

………………………….

Κατάλαβα τότε ότι η ελληνική κρίση χρέους ήταν περισσότερο  ένα γεωπολιτικό πρόβλημα καθώς ήταν ένα πρόβλημα παγκόσμιας χρηματοδότησης, το οποίο εξέθετε τις άλυτες αντιφάσεις στο επίκεντρο πολυετούς πορείας της Ευρώπης προς τη βαθύτερη ενοποίηση. Σε αυτές τις δύσκολες μέρες μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, στα χρόνια της μεθοδικής αναδιάρθρωσης που ακολούθησε, η μεγάλη αρχιτεκτονική αυτου του έργου – η κοινή αγορά, το ευρώ, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και μια γραφειοκρατία των Βρυξελλών εξουσιοδοτημένη να καθορίζει την πολιτική σε ένα ευρύ φάσμα κανονιστικών ζητημάτων- απέπνεε αισιοδοξία για τις δυνατότητες μιας πραγματικά ενοποιημένης ηπείρου, απαλλαγμένης από τον τοξικό εθνικισμό που προκάλεσε αιώνες αιματηρών συγκρούσεων. Σε ένα αξιοσημείωτο βαθμό, το πείραμα λειτούργησε: Σε αντάλλαγμα για την απεμπόληση ορισμένων στοιχείων της κυριαρχίας τους, τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχαν απολαύσει ένα μέτρο ειρήνης και ευρείας ευημερίας ίσως ασύγκριτο με οποιαδήποτε ένωση ανθρώπων στην ανθρώπινη ιστορία.

Αλλά οι εθνικές ταυτότητες – οι διακρίσεις της γλώσσας, του πολιτισμού, της ιστορίας και διαφορετικών επιπέδων οικονομικής ανάπτυξης – ήταν πεισματικές. Και καθώς η οικονομική κρίση επιδεινωνόταν, άρχισαν να εμφανίζονται στο προσκήνιο όλες αυτές οι διαφορές τις καλές στιγμές. Πόσο προετοιμασμένοι ήταν οι πολίτες των πλουσιότερων, πιο αποτελεσματικών εθνών της Ευρώπης να αναλάβουν τις υποχρεώσεις μιας γειτονικής χώρας ή να δουν τα φορολογικά τους δολάρια να αναδιανέμονται σε όσους βρίσκονται εκτός των συνόρων; Θα μπορούσαν οι πολίτες χωρών που βρίσκονται σε οικονομική δυσχέρεια να δεχτούν θυσίες που τους επιβλήθηκαν από μακρινούς αξιωματούχους με τους οποίους δεν ένιωθαν συγγένεια και επί των οποίων είχαν μικρή ή καθόλου επιρροή; Καθώς η συζήτηση για την Ελλάδα θερμάνθηκε, οι δημόσιες συζητήσεις σε μερικές από τις ιδρυτικές χώρες της Ε.Ε., όπως η Γερμανία, η Γαλλία και οι Κάτω Χώρες, μερικές φορές ξέφυγαν προς την αποδοκιμασία των πολιτικών της ελληνικής κυβέρνησης και διαμόρφωσαν ένα ευρύτερο κατηγορητήριο κατά του ελληνικού λαού – ότι ήταν πιο χαλαροί για δουλειά ή ότι ανέχονται τη διαφθορά και θεωρούν βασικές υποχρεώσεις, όπως την πληρωμή των φόρων, να είναι απλώς προαιρετική.

……………………….

Ηγέτες όπως η Μέρκελ και ο Σαρκοζί είχαν επενδύσει πολύ στην ευρωπαϊκή ενότητα για να προσχωρήσουν σε τέτοια στερεότυπα, αλλά η πολιτική τους υπαγόρευε να προχώρησουν προσεκτικά στη συμφωνία για οποιοδήποτε σχέδιο διάσωσης. Παρατήρησα ότι σπάνια ανέφεραν ότι οι γερμανικές και γαλλικές τράπεζες ήταν μερικοί από τους μεγαλύτερους δανειστές της Ελλάδας ή ότι μεγάλο μέρος του συσσωρευμένου χρέους των Ελλήνων είχε συσσωρευτεί αγοράζοντας γερμανικά και γαλλικά εξαγόμενα προϊόντα – γεγονότα που θα μπορούσαν να έχουν καταστήσει σαφές στους ψηφοφόρους το ότι σώζοντας τους Έλληνες από την πτώχευση ισοδυναμούσε με τη διάσωση των δικών τους τραπεζών και βιομηχανιών. Ίσως ανησυχούσαν ότι μια τέτοια παραδοχή θα αποσπάσει την προσοχή των ψηφοφόρων από τις αποτυχίες των διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων προς τις αποτυχίες εκείνων των Γερμανών και Γάλλων αξιωματούχων που είναι επιφορτισμένοι με την εποπτεία των πρακτικών τραπεζικού δανεισμού. Ή ίσως φοβόντουσαν ότι αν οι ψηφοφόροι τους καταλάβουν πλήρως τις υποκείμενες επιπτώσεις της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης – το βαθμό στον οποίο οι οικονομικές μοίρες τους, για τους υγιείς και για τους ασθενείς, είχαν συνδεθεί με εκείνες των ανθρώπων που δεν ήταν «σαν κι εμάς» – ίσως να μην τις έβρισκαν σύμφωνες με τις προτιμήσεις τους.